- μισόκαλος
- μισόκαλοςhating the goodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισόκαλος — μισόκαλος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί το καλό, το αγαθό, κακός, φθονερός μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μισόκαλος ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + καλός (πρβλ. φιλό καλος)] … Dictionary of Greek
μισόκαλον — μισόκαλος hating the good masc/fem acc sg μισόκαλος hating the good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοκάλου — μισόκαλος hating the good masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοκάλους — μισόκαλος hating the good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοκάλων — μισόκαλος hating the good masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοκάλῳ — μισόκαλος hating the good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισόκαλα — μισόκαλος hating the good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισόκαλοι — μισόκαλος hating the good masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ненавистьникъ — НЕНАВИСТЬНИК|Ъ (9), А с. 1.Тот, кто исполнен ненависти, ненавистник: б҃жии ѿметьникъ. анг҃лъ же ненавистьникъ. ст҃ыхъ гѹбитель. СбТр XII/XIII, 43; аще бо нѣкто ѿ прельстивъ ши(х)сѧ. въстребѹеть поспѣшникъ ѿ ни(х) на ненавистьника нѣкоего. КР 1284 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek